- μεγαλήτωρ
- μεγαλήτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (ΑM)μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλήτωρ — greathearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορα — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορας — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορες — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορι — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορος — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Megalétor — MEGALÉTOR, ŏris, Gr. Μεγαλήτωρ, ορος, einer von des Munichus Söhnen, der endlich aus Mitleiden der Götter, damit sie nicht elendiglich verbrennen durften, in Vögel, und er insonderheit in einen Ichnevmon, verwandelt wurden. Nicand ap. Ant.… … Gründliches mythologisches Lexikon
ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek